Monday 25 May 2020

Ο Άργος


 290 Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
295 και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν το μέγα τέμενός του.
300 Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του, σκούπισε ένα δάκρυ
305 – από τον Εύμαιο κρυφά, για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας :
«Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
310 στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες :
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε πέρα στα ξένα.
Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
315 βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα και για την αλκή του·
που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ – ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες αφρόντιστο το αφήνουν.
320 Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτο του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ΄τη στιγμή που θα τον βρει η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
325 και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια περασμένα, τον Οδυσσέα.

Tuesday 31 December 2019

In extremis



Οι φλέβες του ματιού πετάνε βουτηγμένες μέσα σε κόκκινο και μωβ χρώμα, ο πόνος στο κεφάλι ανεξέλεγκτος και το σφίξιμο στο στήθος διαλύει κάθε διάθεση.
 Άνθρωποι με προσπερνούν και δεν μπορώ να τους φτάσω. Βλέμματα γεμάτα αγάπη που ξεφτίζουν. Το τέρας έρχεται και φεύγει. Αφού κάνει τη ζημιά.
Όταν εμφανίζεται πέφτω επάνω της. Με μια λύσσα ανεξέλεγκτη. Χυμάω και δίνω τα πάντα, το θέλω και το θέλει.Για λίγο ξεχνιέμαι.  Έπειτα είμαι άδειος, κενός.
Την κοιτάζω και μοιάζει με παραίσθηση. Απόκοσμη, μα και τόσο οικεία. Βυθίζομαι στην αγκαλιά της και αυτό αρκεί. Μετά φεύγει και το θηρίο επανέρχεται.
Ξαφνικά εμφανίζομαι σαν φάντασμα με  πρόσωπο χλωμό και ανέκφραστο . Μια κακή ανάμνηση από το παρελθόν που νόμιζαν εξαφανισμένη και σε πείσμα όλων υπάρχει ακόμα.
Ένα πρόσωπο παραμορφωμένο, γεμάτο εμμονές, σίγουρα διαφορετικό από αυτό που αντικρίζουν κάθε ημέρα.
Η αποξένωση με πνίγει,με κόσμο ή χωρίς.
Τριγύρω μια εικόνα σήψης και παρακμής, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη. Αυτό που προσδοκούσα δε θα συμβεί ούτε σήμερα.
Βγαίνω έξω στη νύχτα.  Ο παγωμένος αέρας φέρνει μια κρυστάλλινη βροχή πραγματικότητας επάνω μου. Με συνεφέρει.

Sunday 25 November 2018

Εν αναμονή


Ο χρόνος περνάει. Δυσκολεύεται όλο και περισσότερο. Κάθε στιγμή είναι και μια μάχη. Η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Ότι και να κάνουμε είναι μάταιο. Μόνο στιγμές και βλέμματα απέμειναν. Δεν μπορώ να κοιτάω. Δε θέλω.
Με κοιτάει και λάμπει. Το πρόσωπο της στιγμιαία ζωντανεύει. Έπειτα ησυχία. Προσπαθώ να σταθώ στο ύψος μου. Δεν τα καταφέρνω πάντα.  Το μαρτύριο συνεχίζεται.
Κοιμάται και ανασαίνει βαθιά. Ονειρεύεται τις μέρες που ήταν ανέμελη, χαρούμενη. Ξυπνάει και μετά βίας μπορεί να σταθεί. Όλο το πρόσωπο της είναι μια ρωγμή. Για λίγο τα παρατάει μα επανέρχεται.
Πότε δε θα είμαι έτοιμος γι' αυτό που έρχεται. Δεν μπορώ να τη βοηθήσω. Δεν βρίσκω καμία λύση. Το ξέρει και εκείνη. Πονάει και επιζητεί τη λύτρωση.
Περνάω από δίπλα της. Με καταλαβαίνει. Την κοιτάζω και θέλω να κλείσω τη ρωγμή της. 
Αγκαλιαζόμαστε.

Friday 21 September 2018

Εν υπνώσει


4:56
Έχω ξυπνήσει και έχω κοιμηθεί γύρω στις 5 φορές από τότε που ξάπλωσα και να'μαι πάλι εδώ. Στο σκοτάδι να κοιτάζω το ταβάνι που αχνοφαίνεται κουκουλωμένος από προβλήματα ή απλά μια κουβέρτα. Το πρόσωπο μου πονάει αναζητώντας μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι. Εμφανίζονται σχήματα που το χρώμα τους σβήνει. Έπειτα σκοτάδι. Τα κατάφερα, κοιμάμαι πάλι.
5:24
Ο ύπνος διακόπτεται πάλι. Παίρνω βαθιά ανάσα. Πονάω λιγότερο, για λίγο είμαι ανάλαφρος. Μετά πάλι το ίδιο άγχος, οι ίδιοι φόβοι εμφανίζονται. Στριφογυρνάω.
5:37
Ακόμα στριφογυρνάω. Λένε ότι ο ύπνος με το θάνατο είναι δίδυμα αδέρφια και μπορεί να έχουν δίκιο, αλλά πόσες φορές μπορείς να πεθάνεις σε μια ημέρα;
5:48
Τα παρατάω. Σηκώνομαι.